πολεμίστρα — η άνοιγμα τείχους απ όπου πυροβολεί ο πολεμιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοξικός — ή, ό / τοξικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη δράση μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα… … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
πολεμότρυπα — και πολεμότρουπα, η, Ν πολεμίστρα … Dictionary of Greek
τοξοβολικός — ή, όν, Μ [τοξοβόλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοξοβολία 2. φρ. «τοξοβολικὴ θυρίς» πολεμίστρα από την οποία εκτόξευαν βέλη (Δούκ.) … Dictionary of Greek
τοξότης — I (Αστρον.). Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Βρίσκεται ανάμεσα στον Αιγόκερο και στον Σκορπιό και αποτελείται από 298 αστέρες, από τους οποίους 65 φαίνονται με γυμνό μάτι. Ο Τ. έχει επίσης πολλά αστρικά σμήνη και 3 νεφελώματα. Ο Τοξότης είναι ο… … Dictionary of Greek
τουφεκήθρα — τουφεκήθρα, η και ντουφεκήθρα, η πολεμίστρα, πολεμότρυπα: Πολεμούν από τουφεκήθρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)